ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΕΤΡΩ ... (27 elements)el (27) : ΑΜΕΤΡΩΠΙΑ · ΕΜΜΕΤΡΩΣ · ΠΕΤΡΩΔΗΣ · ΠΕΤΡΩΜΑ · ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ · ΠΕΤΡΩΜΑΤΟΣ · ΠΕΤΡΩΝ · ΠΕΤΡΩΝΩ · ΠΕΤΡΩΤΟ · ΥΠΕΡΜΕΤΡΩΠΑΣ | |
ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟ · ΕΠΙΤΕΤΡΑΜΜΕΝΟΣ · ΞΕΤΡΥΠΩΝΩ · ΠΙΕΤΡΙ · ΠΙΕΤΡΟ · ΣΥΝΤΕΤΡΙΜΜΕΝΟΣ · ΤΕΤΡΙΜΜΕΝΑ · ΤΕΤΡΙΜΜΕΝΗ · ΤΕΤΡΙΜΜΕΝΟ · ΤΕΤΡΙΜΜΕΝΟΣ ΑΠΟΤΡΩΓΩ · ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΙΚΕΣ · ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ · ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ · ΚΟΤΡΩΝΑ · ΠΕΤΡΩΤΟ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΟΣ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΣΜΟΣ · ΤΡΩΤΟΣ · ΤΡΩΤΟΤΗΤΑ | |
ΠΕΤΡΩΔΗΣ ΠΕΤΡΩΜΑ · ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ · ΠΕΤΡΩΜΑΤΟΣ ΒΥΘΟΜΕΤΡΩΝ · ΜΕΤΡΩΝ · ΠΕΤΡΩΝ · ΠΕΤΡΩΝΑ · ΠΕΤΡΩΝΩ ΑΜΕΤΡΩΠΙΑ · ΥΠΕΡΜΕΤΡΩΠΑΣ ΕΜΜΕΤΡΩΣ ΠΕΤΡΩΤΟ ΥΠΕΡΜΕΤΡΩΨ ΑΝΑΜΕΤΡΩ · ΒΥΘΟΜΕΤΡΩΝ · ΕΜΜΕΤΡΩΣ · ΚΑΤΑΜΕΤΡΩ · ΜΕΤΡΩ ΠΕΤΡΩΔΗΣ · ΠΕΤΡΩΜΑ · ΠΕΤΡΩΜΑΤΑ · ΠΕΤΡΩΜΑΤΟΣ · ΠΕΤΡΩΝ |