ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΕΤΡΟΚ ... (2 elements)el (2) : ΠΕΤΡΟΚΑΡΒΟΥΝΟ · ΠΕΤΡΟΚΕΡΑΣΟ | |
ΕΤΡΟΥΡΙΑ · ΜΕΤΡΟΥ · ΠΕΤΡΟΥ · ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ · ΠΕΤΡΟΧΕΛΙΔΟΝΟ · ΠΕΤΡΟΧΗΜΕΙΑ · ΠΕΤΡΟΧΗΜΙΚΗ · ΠΕΤΡΟΧΗΜΙΚΟΣ · ΥΨΟΜΕΤΡΟΥ · ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΟΥ ΑΝΤΡΟΚΑΛΕΣΜΑ · ΓΑΣΤΡΟΚΝΗΜΙΑΙΟΣ · ΓΑΣΤΡΟΚΝΗΜΙΟ · ΗΛΕΚΤΡΟΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΗΜΑ · ΗΛΕΚΤΡΟΚΑΡΔΙΟΓΡΑΦΟΣ · ΠΕΤΡΟΚΑΡΒΟΥΝΟ · ΤΡΟΚΑΝΤΕΡΟ · ΧΟΝΤΡΟΚΑΜΩΜΕΝΟΣ · ΧΟΝΤΡΟΚΕΦΑΛΙΑ · ΧΟΝΤΡΟΚΕΦΑΛΟΣ | |
ΠΕΤΡΟΚΑΡΒΟΥΝΟ ΠΕΤΡΟΚΕΡΑΣΟ ΠΕΤΡΟΚΑΡΒΟΥΝΟ · ΠΕΤΡΟΚΕΡΑΣΟ |