ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΕΡΟΠΟΙ ... (10 elements)el (10) : ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΩ · ΕΤΕΡΟΠΟΙΩΣΗ · ΟΥΔΕΤΕΡΟΠΟΙΩ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΩ · ΣΤΕΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΙΩ | |
ΓΑΣΤΕΡΟΠΟΔΟ · ΕΤΕΡΟΠΟΙΩΣΗ · ΕΤΕΡΟΠΟΛΙΚΟΣ · ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΣ · ΛΥΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ · ΝΕΡΟΠΟΝΤΗ · ΝΕΡΟΠΟΥΛΙ · ΟΡΥΚΤΕΡΟΠΟΥΣ · ΟΥΔΕΤΕΡΟΠΟΙΩ · ΣΤΕΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΙΣΧΥΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΚΑΡΟΠΟΙΟΣ · ΚΛΕΙΘΡΟΠΟΙΟΣ · ΜΑΧΑΙΡΟΠΟΙΟΣ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΣΤΕΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΥΓΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΦΘΟΡΟΠΟΙΟΣ · ΧΑΡΟΠΟΙΟΣ | |
ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΣΤΕΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΩ · ΕΤΕΡΟΠΟΙΩΣΗ · ΟΥΔΕΤΕΡΟΠΟΙΩ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΩ · ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΠΟΙΩ ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΩ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ · ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ ΕΤΕΡΟΠΟΙΩΣΗ · ΟΥΔΕΤΕΡΟΠΟΙΩ · ΣΤΕΡΟΠΟΙΟΥΜΑΙ |