ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΕΝΤΡΩ ... (23 elements)el (23) : ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΝΩ · ΕΠΙΚΕΝΤΡΩΝΩ · ΚΕΝΤΡΩΝ · ΚΕΝΤΡΩΟΣ · ΚΕΝΤΡΩΩΝ · ΞΑΝΑΣΥΓΚΕΝΤΡΩΝΟΜΑΙ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΕ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΕΙ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΝΟΜΑΙ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΝΩ | |
ΒΕΝΤΡΙΣ · ΕΝΤΡΙΒΩ · ΕΝΤΡΙΓΚΟ · ΚΑΚΕΝΤΡΕΧΕΙΑ · ΚΑΚΕΝΤΡΕΧΗΣ · ΚΑΚΕΝΤΡΕΧΩΣ · ΚΟΒΕΝΤΡΙ · ΜΠΕΝΤΡΙΧ · ΠΟΝΤΕΒΕΝΤΡΑ · ΦΥΓΟΚΕΝΤΡΗΣΗ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ · ΑΥΤΟΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ · ΝΤΡΩ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΕΙ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΟΣ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΣΜΟΣ · ΣΥΝΤΡΩΓΩΝ | |
ΔΕΝΤΡΩΝ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΕ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΕΙ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΜΕΝΟ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΜΕΝΟΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΝΩ · ΔΕΝΤΡΩΝ · ΕΠΙΚΕΝΤΡΩΝΟΜΑΙ · ΕΠΙΚΕΝΤΡΩΝΩ · ΚΕΝΤΡΩΝ ΚΕΝΤΡΩΟΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ · ΑΥΤΟΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΟΣ · ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΣΜΟΣ ΚΕΝΤΡΩΩΝ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΝΩ · ΕΠΙΚΕΝΤΡΩΝΟΜΑΙ · ΕΠΙΚΕΝΤΡΩΝΩ · ΚΕΝΤΡΩΝ · ΚΕΝΤΡΩΟΣ |