ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΕΝΣΩΜΑΤΩ ... (6 elements)el (6) : ΕΝΣΩΜΑΤΩΜΕΝΗ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΜΕΝΟΣ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΟΜΑΙ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΩ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ | |
ΕΝΣΩΜΑΤΟΣ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΜΕΝΗ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΜΕΝΟΣ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΟΜΑΙ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΩ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΕΝΣΩΜΑΤΩΜΕΝΗ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΜΕΝΟΣ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΟΜΑΙ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΩ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ | |
... ΕΝΣΩΜΑΤΩΜ ... (2 elements) ΕΝΣΩΜΑΤΩΜΕΝΗ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ... ΕΝΣΩΜΑΤΩΝ ... (2 elements) ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΟΜΑΙ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΩ ... ΕΝΣΩΜΑΤΩΣ ... (2 elements) ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ · ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ |