ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΕΝΟΦ ... (13 elements)el (13) : ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΦΟΡΟΣ · ΑΣΘΕΝΟΦΟΡΟ · ΕΝΟΦΘΑΛΜΙΣΜΟΣ · ΚΤΕΝΟΦΟΡΑ · ΛΙΜΕΝΟΦΡΑΓΜΑ · ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ · ΞΕΝΟΦΩΝ · ΞΕΝΟΦΩΝΤΑΣ · ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ · ΦΡΕΝΟΦΛΑΒΗΣ | |
ΑΙΘΥΛΕΝΟΞΕΙΔΙΟ · ΒΛΕΝΟΡΡΟΙΑ · ΕΝΟ · ΚΑΘΕΝΟΣ · ΚΟΛΕΝΟΒΙΤΣ · ΛΕΝΟ · ΛΕΝΟΝ · ΠΑΡΘΕΝΟΠΗ · ΠΛΕΝΟΜΑΙ · ΤΗΛΕΝΟΥΒΕΛΛΑ ΚΑΙΝΟΦΑΝΕΙΣ · ΚΑΙΝΟΦΑΝΕΣ · ΚΑΙΝΟΦΑΝΗΣ · ΟΙΝΟΦΥΤΩΝ · ΡΑΧΜΑΝΙΝΟΦ · ΡΙΝΟΦΑΡΥΓΓΙΚΗ · ΡΙΝΟΦΩΝΙΑ · ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ · ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΩΝ · ΥΠΕΡΚΑΙΝΟΦΑΝΕΙΣ | |
ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ ΞΕΝΟΦΕΡΤΟΣ ΕΝΟΦΘΑΛΜΙΣΜΟΣ ΦΡΕΝΟΦΛΑΒΗΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΦΟΡΟΣ · ΑΣΘΕΝΟΦΟΡΟ · ΚΤΕΝΟΦΟΡΑ · ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ · ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ ΛΙΜΕΝΟΦΡΑΓΜΑ ΞΕΝΟΦΩΝ · ΞΕΝΟΦΩΝΤΑΣ · ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ ΑΣΘΕΝΟΦΟΡΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟΦΟΡΟΣ · ΛΙΜΕΝΟΦΡΑΓΜΑ ΞΕΝΟΦΑΝΗΣ · ΞΕΝΟΦΕΡΤΟΣ · ΞΕΝΟΦΟΒΙΑ · ΞΕΝΟΦΟΒΙΑΣ · ΞΕΝΟΦΩΝ ΦΡΕΝΟΦΛΑΒΗΣ ΚΤΕΝΟΦΟΡΑ |