ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΕΝΙΚΟ ... (57 elements)el (57) : ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ · ΑΡΜΕΝΙΚΟ · ΑΡΜΕΝΙΚΟΣ · ΕΝΙΚΟ · ΝΤΟΜΕΝΙΚΟ · ΠΟΙΜΕΝΙΚΟΣ · ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ · ΣΛΟΒΕΝΙΚΟΣ · ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ · ΦΑΙΝΟΜΕΝΙΚΟΣ | |
ΑΔΕΝΙΚΟΣ · ΑΥΧΕΝΙΚΗ · ΑΥΧΕΝΙΚΟΣ · ΓΕΝΙΚΩΝ · ΓΕΝΙΚΩΣ · ΜΗΔΕΝΙΚΟ · ΜΗΔΕΝΙΚΟΣ · ΜΗΔΕΝΙΚΟΥ · ΠΕΝΙΚΙΛΙΝΗ · ΣΙΔΗΡΟΠΕΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΟ · ΕΘΝΙΚΟΙ · ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ · ΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑΣ · ΕΘΝΙΚΟΥ · ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΟ · ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΟΣ · ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΟΤΗΤΑ · ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΟΦΡΟΝΑΣ · ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΟΦΡΟΣΥΝΗ | |
ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ · ΣΛΟΒΕΝΙΚΟΣ ΓΕΝΙΚΟ · ΓΕΝΙΚΟΙ · ΓΕΝΙΚΟΣ · ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ · ΓΕΝΙΚΟΤΗΣ ΑΔΕΝΙΚΟΣ · ΜΗΔΕΝΙΚΟ · ΜΗΔΕΝΙΚΟΣ · ΜΗΔΕΝΙΚΟΥ ΑΡΣΕΝΙΚΟΘΗΛΥΚΟΣ ΓΕΝΙΚΟΙ ΓΕΝΙΚΟΛΟΓΙΑ · ΓΕΝΙΚΟΛΟΓΟΣ ΑΥΧΕΝΙΚΟΣ · ΓΕΝΙΚΟΣ · ΕΝΙΚΟΣ · ΕΞΩΦΡΕΝΙΚΟΣ · ΕΡΓΕΝΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ · ΑΣΘΕΝΙΚΟΤΗΤΑ · ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ · ΓΕΝΙΚΟΤΗΣ · ΓΕΝΙΚΟΤΗΤΑ ΑΡΣΕΝΙΚΟΥ · ΓΕΝΙΚΟΥ · ΜΗΔΕΝΙΚΟΥ ΑΣΘΕΝΙΚΟΣ · ΑΣΘΕΝΙΚΟΤΗΤΑ · ΝΕΥΡΑΣΘΕΝΙΚΟΣ · ΠΑΡΘΕΝΙΚΟ · ΠΑΡΘΕΝΙΚΟΣ ΜΕΛΕΝΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ · ΑΡΜΕΝΙΚΟ · ΑΡΜΕΝΙΚΟΣ · ΗΓΟΥΜΕΝΙΚΟΣ · ΝΤΟΜΕΝΙΚΟ ΠΡΟΞΕΝΙΚΟΣ ΕΞΩΦΡΕΝΙΚΟΣ · ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΙΚΟΣ · ΦΡΕΝΙΚΟΣ ΑΡΣΕΝΙΚΟ · ΑΡΣΕΝΙΚΟΘΗΛΥΚΟΣ · ΑΡΣΕΝΙΚΟΣ · ΑΡΣΕΝΙΚΟΥ · ΠΑΛΚΟΣΕΝΙΚΟ ΑΥΧΕΝΙΚΟΣ |