ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΕΜΦΙ ... (9 elements)el (9) : ΕΜΦΙΑΛΩΜΕΝΟΣ · ΕΜΦΙΑΛΩΝΩ · ΕΜΦΙΑΛΩΣΕΩΣ · ΕΜΦΙΑΛΩΣΗ · ΕΜΦΙΑΛΩΤΗΣ · ΛΕΜΦΙΚΟ · ΛΕΜΦΙΚΟΣ · ΜΕΜΦΙΣ · ΜΕΜΦΙΤΗΣ | |
ΕΜΦΥΣΩ · ΕΜΦΥΤΕΥΜΑ · ΕΜΦΥΤΕΥΣΗ · ΕΜΦΥΤΕΥΩ · ΕΜΦΥΤΗ · ΕΜΦΥΤΟ · ΕΜΦΥΤΟΣ · ΟΡΜΕΜΦΥΤΟ · ΟΡΜΕΜΦΥΤΟΣ · ΠΑΡΕΜΦΕΡΗΣ ΑΜΕΤΑΜΦΙΕΣΤΟΣ · ΑΜΦΙΓΕΙΟ · ΑΜΦΙΕΣΗ · ΜΕΤΑΜΦΙΕΖΟΜΑΙ · ΜΕΤΑΜΦΙΕΖΩ · ΜΕΤΑΜΦΙΕΖΩΝ · ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΗ · ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΗΣ · ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΜΕΝΟΣ · ΡΑΜΦΙΖΩ | |
ΕΜΦΙΑΛΩΜΕΝΟΣ · ΕΜΦΙΑΛΩΝΩ · ΕΜΦΙΑΛΩΣΕΩΣ · ΕΜΦΙΑΛΩΣΗ · ΕΜΦΙΑΛΩΤΗΣ ΛΕΜΦΙΚΟ · ΛΕΜΦΙΚΟΣ ΜΕΜΦΙΤΗΣ ΛΕΜΦΙΚΟ · ΛΕΜΦΙΚΟΣ ΜΕΜΦΙΣ · ΜΕΜΦΙΤΗΣ |