ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΕΚΡ ... (89 elements)el (89) : ΑΝΤΕΚΡΗΞΗ · ΕΚΡΕΜΟΤΗΤΑ · ΕΚΡΕΩ · ΕΚΡΕΩΝ · ΕΚΡΗΞΕΩΣ · ΕΚΡΗΞΗ · ΞΕΚΡΕΜΑΣΤΟΣ · ΞΕΚΡΕΜΩ · ΡΕΚΡΕΑΚΤΙΒΟ · ΣΕΚΡΕΤΕΡ | |
ΑΤΕΚΜΗΡΙΩΤΟΣ · ΕΚ · ΕΝΤΕΚΑΔΑ · ΕΝΤΕΚΑΧΡΟΝΟΣ · ΕΞΩΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ · ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ · ΜΙΚΤΕΚΑΚΙΧΟΥΑΤΛ · ΝΤΕΚΑΡΤ · ΣΤΕΚΑ · ΣΤΕΚΑΣ ΑΝΤΙΚΡΙΖΩ · ΓΚΡΙΖΩΠΗ · ΓΚΡΙΖΩΠΟ · ΓΚΡΙΖΩΠΟΣ · ΕΚΡΙΖΩΝΩ · ΕΚΡΙΖΩΣΗ · ΕΚΡΙΖΩΣΗΣ · ΕΚΡΙΖΩΤΗΣ · ΞΑΚΡΙΖΩ · ΠΑΡΑΞΑΚΡΙΖΩ | |
ΑΝΕΚΡΑΦΣΤΟΣ · ΝΕΚΡΑ · ΝΕΚΡΑΝΑΣΤΑΣΗ · ΝΕΚΡΑΣ · ΩΛΕΚΡΑΝΟ ΕΚΡΕΜΟΤΗΤΑ · ΕΚΡΕΩ · ΕΚΡΕΩΝ · ΞΕΚΡΕΜΑΣΤΟΣ · ΞΕΚΡΕΜΩ ΑΝΤΕΚΡΗΞΗ · ΕΚΡΗΚΤΙΚΟ · ΕΚΡΗΚΤΙΚΟΙ · ΕΚΡΗΚΤΙΚΟΣ · ΕΚΡΗΚΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΕΚΡΙΖΟΤΟΣ · ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ · ΝΕΚΡΙΚΑ · ΝΕΚΡΙΚΗ · ΝΕΚΡΙΚΟΣ ΕΚΡΟΩΝ · ΝΕΚΡΟΣ · ΝΕΚΡΟΣΕΝΤΟΝΟ · ΝΕΚΡΟΣΗΜΟ · ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΕΚΡΥΘΜΟΣ · ΚΕΚΡΥΜΜΕΝΟ · ΚΕΚΡΥΜΜΕΝΟΣ ΑΠΟΝΕΚΡΩΝΩ · ΕΚΡΩΜΑΙΖΩ · ΝΕΚΡΩΝ · ΝΕΚΡΩΝΩ · ΝΕΚΡΩΣΗ ΕΓΚΕΚΡΙΜΕΝΟΣ · ΚΕΚΡΥΜΜΕΝΟ · ΚΕΚΡΥΜΜΕΝΟΣ · ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ · ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΩΛΕΚΡΑΝΟ ΑΝΕΚΡΙΖΟΤΟΣ · ΑΠΟΝΕΚΡΩΝΩ · ΝΕΚΡΗ · ΝΕΚΡΙΚΑ · ΝΕΚΡΙΚΗ ΞΕΚΡΕΜΑΣΤΟΣ · ΞΕΚΡΕΜΩ ΜΠΕΚΡΗΣ · ΜΠΕΚΡΟΛΟΓΩ · ΜΠΕΚΡΟΜΟΥΤΡΟ · ΜΠΕΚΡΟΠΙΝΩ · ΜΠΕΚΡΟΥΛΙΑΖΩ ΡΕΚΡΕΑΚΤΙΒΟ ΣΕΚΡΕΤΕΡ ΑΝΤΕΚΡΗΞΗ |