ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΕΚΚ ... (73 elements)el (73) : ΑΝΕΚΚΛΗΤΟΣ · ΑΝΤΙΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ · ΕΞΩΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ · ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ · ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ · ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΕΙ · ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΟΝ · ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΩ · ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΩΝ · ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΗ | |
ΑΤΕΚΜΗΡΙΩΤΟΣ · ΕΚ · ΕΝΤΕΚΑΔΑ · ΕΝΤΕΚΑΧΡΟΝΟΣ · ΕΞΩΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ · ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ · ΜΙΚΤΕΚΑΚΙΧΟΥΑΤΛ · ΝΤΕΚΑΡΤ · ΣΤΕΚΑ · ΣΤΕΚΑΣ ΚΑΚΚΑΒΙΑ · ΚΟΚΚΥΓΑΣ · ΚΟΚΚΥΓΙΚΟΣ · ΚΟΚΚΥΞ · ΚΟΚΚΥΤΗΣ · ΛΑΚΚΑΚΙ · ΛΟΚΚΥΕΡ · ΝΕΦΕΛΟΚΟΚΚΥΓΙΑ · ΣΑΚΚΑΚΙ · ΤΣΑΝΑΚΚΑΛΕ | |
ΑΝΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΟΣ · ΕΚΚΑΘΑΡΙΖΩ · ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ · ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ · ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΙΚΟ ΕΚΚΕΝΤΡΙΚΑ · ΕΚΚΕΝΤΡΙΚΟΣ · ΕΚΚΕΝΤΡΙΚΟΤΗΤΑ · ΕΚΚΕΝΤΡΟ · ΕΚΚΕΝΤΡΟΣ ΕΚΚΙΝΗΣΗ · ΕΚΚΙΝΗΣΗΣ · ΕΚΚΙΝΗΤΗΡΑΣ · ΛΕΚΚΙΑΣΜΕΝΟΣ ΑΝΕΚΚΛΗΤΟΣ · ΑΝΤΙΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ · ΕΞΩΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ · ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ · ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ ΕΚΚΟΚΚΙΣΤΙΚΗ · ΕΚΚΟΛΑΠΤΗΡΙΟ · ΕΚΚΟΛΑΠΤΟΜΑΙ · ΕΚΚΟΛΑΠΤΟΜΕΝΟΣ · ΕΚΚΟΛΑΦΘΗΚΑΝ ΑΠΕΚΚΡΙΝΩ · ΑΠΕΚΚΡΙΤΙΚΟ · ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΣ · ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ · ΕΚΚΡΙΜΑ ΕΚΚΩΦΑΝΤΙΚΟΣ ΑΝΤΙΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ ΛΕΚΚΙΑΣΜΕΝΟΣ · ΛΕΚΚΟΣ ΑΝΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΟΣ · ΑΝΕΚΚΛΗΤΟΣ · ΑΝΕΚΚΛΗΤΩΣ ΙΧΘΥΟΕΚΚΟΛΑΠΤΗΡΙΟ ΑΠΕΚΚΡΙΝΩ · ΑΠΕΚΚΡΙΤΙΚΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ · ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΟ · ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΕΙ · ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΟΝ · ΠΑΡΕΚΚΛΙΝΩ ΕΞΩΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΣ |