ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗ ... (9 elements)el (9) : ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΑ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΕΣ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΑ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΙΜΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΟ | |
... ΔΙΚΑΙΟΛΟΓ ... (12 elements) ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΑ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΕΣ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΑ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΙΜΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΟ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΟΥΜΑΙ ... ΙΚΑΙΟΛΟΓΗ ... (9 elements) ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΑ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΕΣ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΑ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΙΜΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΟ | |
... ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΑ ... (1 element) ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΑ ... ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΕΣ ... (1 element) ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΕΣ ... ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗ ... (1 element) ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗ ... ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ... (1 element) ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ... ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΑ ... (1 element) ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΑ ... ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΟΣ ... (1 element) ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΟΣ ... ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ ... (1 element) ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ ... ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΙΜΟΣ ... (1 element) ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΙΜΟΣ ... ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΟ ... (1 element) ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΟ |