ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΔΙΚΑΙΟ ... (30 elements)el (30) : ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΑ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΕΣ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ · ΔΙΚΑΙΟ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΑ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΙΜΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΟ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΟΥΜΑΙ | |
ΑΥΤΟΔΙΚΑΙΩΣ · ΔΙΚΑΙΩΜΑ · ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ · ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΚΑ · ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΚΟΣ · ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ · ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ · ΔΙΚΑΙΩΝΟΜΑΙ · ΔΙΚΑΙΩΝΩ · ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΑ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΕΣ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΑ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΙΜΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΟ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΟΥΜΑΙ | |
ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΑ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΕΣ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ · ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΙ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΑ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΕΣ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗ · ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΜΕΝΑ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΚΤΙΚΗ · ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΑ ΑΚΡΙΒΟΔΙΚΑΙΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΣΤΑΣΙΟ · ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ · ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΥ · ΔΙΚΑΙΟΥΜΑΙ · ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΟΣ · ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΣ ΔΙΚΑΙΟΧΡΗΣΗ · ΔΙΚΑΙΟΧΡΗΣΙΑ ΑΚΡΙΒΟΔΙΚΑΙΟΣ · ΦΙΛΟΔΙΚΑΙΟΣ |