ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΓΟΡΕΥΜ ... (2 elements)el (2) : ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ · ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ | |
ΑΓΟΡΕΥΣΗ · ΑΝΑΓΟΡΕΥΣΗ · ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ · ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ · ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΗΣ · ΑΠΑΓΟΡΕΥΩ · ΠΟΤΟΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ · ΠΡΟΣΑΓΟΡΕΥΣΗ · ΥΠΑΓΟΡΕΥΣΗ · ΥΠΑΓΟΡΕΥΩ ΑΕΡΙΟΡΕΥΜΑ · ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ · ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ · ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΑ · ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΟΣ · ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΟ · ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΠΟΙΩ · ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΟΣ · ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ | |
ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ · ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟ · ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ |