ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΓΝΩ ... (145 elements)el (145) : ΑΠΕΓΝΩΣΜΕΝΑ · ΑΠΕΓΝΩΣΜΕΝΗ · ΑΠΕΓΝΩΣΜΕΝΟΣ · ΜΕΘΟΔΟΓΝΩΣΙΑ · ΠΑΤΡΙΔΟΓΝΩΣΙΑ · ΣΤΕΓΝΩΜΑ · ΣΤΕΓΝΩΝΩ · ΣΤΕΓΝΩΤΗΡΑΣ · ΣΤΕΓΝΩΤΗΡΙΟ · ΦΥΣΙΟΓΝΩΣΙΑ | |
ΓΝΕΘΩ · ΓΝΕΥΣΙΤΗΣ · ΓΝΕΦΩ · ΓΝΕΨΙΜΟ · ΚΡΕΙΓΝΕ · ΛΑΓΝΕΙΑ · ΛΙΓΝΙΝΗ · ΠΑΙΓΝΙΩΔΗΣ · ΠΑΙΓΝΙΩΝ · ΠΟΔΟΛΑΓΝΕΙΑ ΑΓΝΩΜΟΣΥΝΗ · ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ · ΓΝΩΜΟΔΟΤΩ · ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ · ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ · ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ · ΙΣΧΥΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ · ΚΑΛΟΓΝΩΜΟΣ · ΝΩ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ | |
ΑΓΝΩΣ · ΑΝΑΓΝΩΣΗ · ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ · ΑΝΑΓΝΩΣΙΜΟΣ · ΑΝΑΓΝΩΣΙΜΟΤΗΤΑ ΑΣΥΓΓΝΩΣΤΟΣ · ΣΥΓΓΝΩΜΗ · ΣΥΓΓΝΩΜΗΣ · ΣΥΓΓΝΩΣΤΟΣ ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ · ΓΝΩΜΑΤΕΥΩ · ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ · ΓΝΩΜΟΔΟΤΩ · ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΣΤΕΓΝΩΝΩ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΩ · ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΙΜΟΣ · ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΜΕΝΩΝ · ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΤΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΙΜΟΣ · ΑΝΑΓΝΩΣΙΜΟΤΗΤΑ · ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ · ΔΙΑΓΝΩΣΙΝ · ΜΕΘΟΔΟΓΝΩΣΙΑ ΣΤΕΓΝΩΤΗΡΑΣ · ΣΤΕΓΝΩΤΗΡΙΟ ΑΠΕΓΝΩΣΜΕΝΑ · ΑΠΕΓΝΩΣΜΕΝΗ · ΑΠΕΓΝΩΣΜΕΝΟΣ · ΣΤΕΓΝΩΜΑ · ΣΤΕΓΝΩΝΩ ΑΝΑΓΙΓΝΩΣΚΩ · ΑΝΕΠΙΓΝΩΣΤΟΣ · ΑΥΤΕΠΙΓΝΩΣΗ · ΓΕΥΣΙΓΝΩΣΤΗΣ · ΔΙΑΓΙΓΝΩΣΚΩ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ · ΠΑΝΤΟΓΝΩΣΙΑ · ΠΑΝΤΟΓΝΩΣΤΗΣ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΑΣ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΕΥΓΝΩΜΟΝΩ · ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ · ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗΣ · ΕΥΓΝΩΜΩΝ · ΣΥΓΝΩΜΗ |