ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΓΜΑΤΟ ... (27 elements)el (27) : ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟ · ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗΣ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΙΜΟΣ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΩ | |
ΑΝΤΙΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΑΙ · ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΑΙ · ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΙΣ · ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΕΩΝ · ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ · ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΙΜΗ · ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΙΜΟΣ · ΕΠΑΝΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΑΙ · ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΟΜΑΙ · ΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ ΑΜΑΤΟ · ΔΡΑΜΑΤΟΠΟΙΩ · ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ · ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΟΣ · ΚΡΑΜΑΤΟΠΟΙΩ · ΝΗΜΑΤΟΖΩΑ · ΝΗΜΑΤΟΖΩΟ · ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΖΩΟ · ΣΠΕΡΜΑΤΟΖΩΑΡΙΟ · ΣΠΕΡΜΑΤΟΖΩΟ | |
ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟ · ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΚΡΑΤΙΑ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΑΣ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΟΚΡΑΤΙΑ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΕΙΠΤΙΚΗ · ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΠΤΙΚΟΣ · ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ · ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΟΓΙΟ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟ · ΑΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΕΙΤΑΙ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ · ΔΙΑΦΡΑΓΜΑΤΟΣ · ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟΣ · ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΟΣ · ΠΕΡΙΤΥΛΙΓΜΑΤΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΧΩΡΟΣ ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΕΙΠΤΙΚΗ · ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΠΤΙΚΟΣ · ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ · ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΟΓΙΟ · ΔΕΙΓΜΑΤΟΣ |