ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΤΕΡΝ ... (3 elements)el (3) : ΛΑΤΕΡΝΑ · ΛΑΤΕΡΝΑΤΖΗΣ · ΠΑΤΕΡΝΑΛΙΣΜΟΣ | |
ΑΝΑΜΑΤΕΡΟΣ · ΒΛΑΤΕΡΟ · ΘΑΠΑΤΕΡΟ · ΚΑΜΑΤΕΡΟ · ΚΡΑΤΕΡΟΣ · ΛΑΤΕΡΙΤΗΣ · ΛΑΤΕΡΝΑ · ΛΑΤΕΡΝΑΤΖΗΣ · ΠΑΤΕΡΟ · ΠΑΤΕΡΟΝ ΑΚΡΟΣΤΕΡΝΟ · ΕΝΣΤΕΡΝΙΖΟΜΑΙ · ΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ · ΣΤΕΡΝΗ · ΣΤΕΡΝΟ · ΣΤΕΡΝΟΚΛΕΙΔΟΥΟΕΙΔΗΣ · ΣΤΕΡΝΟΠΑΙΔΙ · ΣΤΕΡΝΟΥ · ΦΤΕΡΝΙΖΟΜΑΙ · ΦΤΕΡΝΙΣΜΑ | |
ΛΑΤΕΡΝΑ · ΛΑΤΕΡΝΑΤΖΗΣ · ΠΑΤΕΡΝΑΛΙΣΜΟΣ ΛΑΤΕΡΝΑ · ΛΑΤΕΡΝΑΤΖΗΣ ΠΑΤΕΡΝΑΛΙΣΜΟΣ |