ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΤΑΣΤΡΕ ... (7 elements)el (7) : ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΑΙ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΩ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΙΜΟΣ | |
ΚΑΤΑΣΤΡΑΜΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΑΤΗΓΗΣΗ · ΚΑΤΑΣΤΡΑΤΗΓΩ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΑ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΟΤΗΤΑ · ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑ · ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΩΝΩ ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΑΙ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΩ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΙΜΟΣ · ΜΕΤΑΣΤΡΕΦΟΜΑΙ · ΜΕΤΑΣΤΡΕΦΩ | |
ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΑΙ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΩ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΙΜΟΣ ΑΥΤΟΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΠΤΙΚΟΤΑΤΟΣ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΕΤΑΙ · ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΜΑΙ |