ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΤΑΔΟ ... (4 elements)el (4) : ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΣΗ · ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΩ · ΚΑΤΑΔΟΣΗ · ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ | |
ΚΑΤΑΔΥΝΑΣΤΕΥΟΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΔΥΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΔΥΝΑΣΤΕΥΩ · ΚΑΤΑΔΥΟΜΑΙ · ΚΑΤΑΔΥΣΕΩΝ · ΚΑΤΑΔΥΣΗ · ΚΑΤΑΔΥΣΗΣ · ΚΑΤΑΔΥΤΙΚΟ · ΚΑΤΑΔΥΤΙΚΟΙ · ΚΑΤΑΔΥΤΟΣ ΑΝΑΜΕΤΑΔΟΣΗ · ΑΝΑΜΕΤΑΔΟΣΗΣ · ΑΝΑΜΕΤΑΔΟΤΗΣ · ΛΙΜΠΕΡΤΑΔΟΡΕΣ · ΜΕΤΑΔΟΣΗ · ΜΕΤΑΔΟΣΗΣ · ΜΕΤΑΔΟΣΙΜΟΣ · ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΟ · ΜΕΤΑΔΟΤΙΚΟΣ · ΣΚΑΡΤΑΔΟΥΡΑ | |
ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΣΗ · ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΩ ΚΑΤΑΔΟΣΗ ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΣΗ · ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΩ · ΚΑΤΑΔΟΣΗ · ΚΑΤΑΔΟΤΗΣ |