ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΣΤΕΥΤ ... (3 elements)el (3) : ΚΑΤΑΔΥΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΣ · ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ · ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ | |
ΔΥΝΑΣΤΕΥΕΤΑΙ · ΔΥΝΑΣΤΕΥΩ · ΚΑΤΑΔΥΝΑΣΤΕΥΟΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΔΥΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΣ · ΚΑΤΑΔΥΝΑΣΤΕΥΩ · ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ · ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ · ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ · ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ · ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΩ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ · ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ · ΑΠΙΣΤΕΥΤΟΣ · ΔΙΑΠΙΣΤΕΥΤΗΡΙΑ · ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΑ · ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΣ · ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΩΝ · ΠΙΣΤΕΥΤΟΣ · ΠΙΣΤΕΥΤΩΣ | |
ΚΑΤΑΔΥΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΣ · ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ · ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ ΚΑΤΑΔΥΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟΣ · ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ · ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΟ |