ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΣΠΑ ... (33 elements)el (33) : ΑΣΠΑΛΑΚΑΣ · ΑΣΠΑΛΑΚΟΣ · ΓΑΣΠΑΡΗΣ · ΔΙΑΣΠΑΡΤΟΣ · ΚΑΤΑΣΠΑΡΑΣΣΩ · ΚΑΤΑΣΠΑΡΤΟΣ · ΠΑΣΠΑΛΙ · ΠΑΣΠΑΛΙΖΩ · ΠΑΣΠΑΛΙΣΜΑ · ΡΑΣΠΑ | |
ΑΝΑΣΠΩ · ΑΣΠΙΔΑ · ΛΑΣΠΗ · ΡΙΨΑΣΠΙΣ · ΣΥΝΑΣΠΙΖΟΜΑΙ · ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΕΝΟΣ · ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΣ · ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ · ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΩΝ · ΤΣΙΜΕΝΤΟΛΑΣΠΗ ΚΕΤΣΠΑΓΙΑ · ΣΠΑ · ΣΠΑΓΓΑΚΙ · ΣΠΑΓΓΟ · ΣΠΑΓΓΟΣ · ΣΠΑΓΕΤΟ · ΣΠΑΓΚΑΤ · ΣΠΑΓΚΕΤΙ · ΣΠΑΓΚΟΡΑΜΜΕΝΟΣ · ΣΠΑΓΚΟΣ | |
ΑΣΠΑΖΟΜΑΙ ΔΙΑΣΠΑΘΙΖΩ · ΔΙΑΣΠΑΘΙΣΗ ΚΑΣΠΑΚΑΣ ΑΣΠΑΛΑΚΑΣ · ΑΣΠΑΛΑΚΟΣ · ΠΑΣΠΑΛΙ · ΠΑΣΠΑΛΙΖΩ · ΠΑΣΠΑΛΙΣΜΑ ΑΣΠΑΡΑΓΟΣ · ΓΑΣΠΑΡΗΣ · ΓΚΑΣΠΑΡΟΒΙΤΣ · ΔΙΑΣΠΑΡΤΟΣ · ΚΑΣΠΑΡ ΑΔΙΑΣΠΑΣΤΟΣ · ΑΣΠΑΣΙΑ · ΑΣΠΑΣΜΟΣ · ΑΣΠΑΣΤΟΣ · ΒΙΟΔΙΑΣΠΑΣΙΜΟΤΗΤΑ ΓΚΑΣΠΑΤΣΟ · ΚΑΤΑΣΠΑΤΑΛΗΣΗ · ΚΑΤΑΣΠΑΤΑΛΩ · ΠΑΣΠΑΤΕΜΑ · ΠΑΣΠΑΤΕΥΩ ΓΑΣΠΑΡΗΣ ΑΔΙΑΣΠΑΣΤΟΣ · ΒΙΟΔΙΑΣΠΑΣΙΜΟΤΗΤΑ · ΔΙΑΣΠΑΘΙΖΩ · ΔΙΑΣΠΑΘΙΣΗ · ΔΙΑΣΠΑΡΤΟΣ ΓΚΑΣΠΑΡΟΒΙΤΣ · ΓΚΑΣΠΑΤΣΟ · ΚΑΣΠΑΚΑΣ · ΚΑΣΠΑΡ · ΚΑΣΠΑΡΙΑΝ ΠΑΣΠΑΛΙ · ΠΑΣΠΑΛΙΖΩ · ΠΑΣΠΑΛΙΣΜΑ · ΠΑΣΠΑΡΤΟΥ · ΠΑΣΠΑΤΕΜΑ ΚΑΤΑΣΠΑΡΑΣΣΩ · ΚΑΤΑΣΠΑΡΤΟΣ · ΚΑΤΑΣΠΑΤΑΛΗΣΗ · ΚΑΤΑΣΠΑΤΑΛΩ |