ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΣΜΕ ... (194 elements)el (194) : ΑΝΑΚΑΤΕΡΓΑΣΜΕΝΟ · ΕΠΕΞΕΙΡΓΑΣΜΕΝΟ · ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΟΣ · ΗΜΙΚΑΤΕΡΓΑΣΜΕΝΟ · ΚΑΤΕΙΡΓΑΣΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΕΡΓΑΣΜΕΝΟΣ · ΛΙΜΝΑΣΜΕΝΟΣ · ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΑ · ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΣ · ΣΥΣΤΕΓΑΣΜΕΝΟΙ | |
ΔΙΧΑΣΜΟΣ · ΚΑΓΧΑΣΜΟΣ · ΚΑΘΗΣΥΧΑΣΜΕΝΟΣ · ΚΑΘΗΣΥΧΑΣΜΟΣ · ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ · ΤΡΟΧΑΣΜΟΣ · ΧΑΣΜΑ · ΧΑΣΜΟΥΡΗΤΟ · ΧΑΣΜΟΥΡΙΕΜΑΙ · ΧΑΣΜΠΑΝΤΣ ΑΔΕΣΜΕΥΤΗ · ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΜΕΝΟΣ · ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΟΜΑΙ · ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ · ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΩ · ΔΕΣΜΕΥΜΕΝΗ · ΔΕΣΜΕΥΜΕΝΟ · ΔΕΣΜΕΥΜΕΝΟΣ · ΔΕΣΜΕΥΟΜΑΙ · ΔΕΣΜΕΥΩ | |
ΕΡΑΣΜΕΙΟΣ ΑΝΑΓΚΑΣΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΟ · ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΣ · ΛΙΜΝΑΣΜΕΝΟΣ · ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΑ ΑΝΕΒΑΣΜΕΝΟΣ · ΔΙΑΒΑΣΜΕΝΟΣ · ΕΠΙΒΙΒΑΣΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΕΒΑΣΜΕΝΑ · ΚΑΤΕΒΑΣΜΕΝΟ ΑΝΑΚΑΤΕΡΓΑΣΜΕΝΟ · ΕΠΕΞΕΙΡΓΑΣΜΕΝΟ · ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΜΕΝΟΣ · ΗΜΙΚΑΤΕΡΓΑΣΜΕΝΟ · ΚΑΤΕΙΡΓΑΣΜΕΝΟΣ ΕΠΗΡΕΑΣΜΕΝΟΣ ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΑ · ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΗ · ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΟ · ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΟΣ ΕΣΤΙΑΣΜΕΝΟΣ · ΖΥΓΙΑΣΜΕΝΟΣ · ΚΑΘΑΓΙΑΣΜΕΝΟΣ · ΚΟΜΜΑΤΙΑΣΜΕΝΟΣ · ΛΕΚΙΑΣΜΕΝΟΣ ΑΝΑΓΚΑΣΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΣ · ΣΚΑΣΜΕΝΟ · ΣΚΑΣΜΕΝΟΣ ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ · ΧΑΛΑΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟΛΥΜΑΣΜΕΝΟΣ · ΔΑΜΑΣΜΕΝΟΣ · ΔΟΚΙΜΑΣΜΕΝΟΣ · ΘΕΡΜΑΣΜΕΝΟΣ · ΛΙΜΑΣΜΕΝΟΣ ΛΙΜΝΑΣΜΕΝΟΣ · ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΑ · ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΣ ΔΟΞΑΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΕΝΟ · ΑΠΟΣΠΑΣΜΕΝΟΣ · ΔΙΑΣΠΑΣΜΕΝΟΣ · ΜΠΑΣΜΕΝΟΣ · ΞΙΠΑΣΜΕΝΟΣ ΕΡΑΣΜΕΙΟΣ · ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΑ · ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟ · ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ · ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΩΣ ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΑ · ΛΥΣΣΑΣΜΕΝΟΣ ΓΙΟΡΤΑΣΜΕΝΗ · ΓΙΟΡΤΑΣΜΕΝΟ · ΓΙΟΡΤΑΣΜΕΝΟΣ · ΦΑΝΤΑΣΜΕΝΟΣ · ΧΟΡΤΑΣΜΕΝΟΣ ΑΝΑΣΥΝΔΥΑΣΜΕΝΟ · ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟΣ · ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΑ · ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟ · ΠΡΟΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΟΣ ΥΦΑΣΜΕΝΟ ΔΙΧΑΣΜΕΝΗ · ΔΙΧΑΣΜΕΝΟΣ · ΚΑΘΗΣΥΧΑΣΜΕΝΟΣ · ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ · ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΣ ΔΙΨΑΣΜΕΝΟΣ |