ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΣΚΟΥ ... (6 elements)el (6) : ΑΝΑΣΚΟΥΜΠΩΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΣΚΟΥΜΠΩΝΟΜΑΙ · ΑΝΑΣΚΟΥΜΠΩΝΩ · ΑΣΚΟΥΜΑΙ · ΔΑΜΑΣΚΟΥ · ΕΞΑΣΚΟΥΜΑΙ | |
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ · ΑΝΑΣΚΟΠΙΚΟΣ · ΑΝΑΣΚΟΠΩ · ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΚΟΠΙΑ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΣΕΙ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΣΗ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΩ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΙΑ · ΛΑΣΚΟΣ ΑΝΑΣΚΟΥΜΠΩΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΣΚΟΥΜΠΩΝΟΜΑΙ · ΑΝΑΣΚΟΥΜΠΩΝΩ · ΑΣΚΟΥΜΑΙ · ΕΞΑΣΚΟΥΜΑΙ · ΣΚΟΥΖΕΣ · ΣΚΟΥΖΩ · ΣΚΟΥΜΠΡΙ · ΤΟΥΣΚΟΥΛΟ · ΧΑΤΖΗΣΚΟΥΛΙΔΗΣ | |
ΑΝΑΣΚΟΥΜΠΩΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΣΚΟΥΜΠΩΝΟΜΑΙ · ΑΝΑΣΚΟΥΜΠΩΝΩ · ΑΣΚΟΥΜΑΙ · ΕΞΑΣΚΟΥΜΑΙ ΔΑΜΑΣΚΟΥ ΑΝΑΣΚΟΥΜΠΩΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΣΚΟΥΜΠΩΝΟΜΑΙ · ΑΝΑΣΚΟΥΜΠΩΝΩ ΕΞΑΣΚΟΥΜΑΙ |