ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΣΚΟΡ ... (7 elements)el (7) : ΑΣΚΟΡΒΙΚΟ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΟΜΑΙ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΩ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΕΝΑ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΟΣ · ΚΑΤΑΣΚΟΡΠΙΖΩ · ΜΠΑΣΚΟΡΤΟΣΤΑΝ | |
ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ · ΑΝΑΣΚΟΠΙΚΟΣ · ΑΝΑΣΚΟΠΩ · ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΚΟΠΙΑ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΙΑ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΣΕΙ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΣΗ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΩ · ΚΑΤΑΣΚΟΠΙΑ · ΛΑΣΚΟΣ ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΟΜΑΙ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΩ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΕΝΑ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΟΣ · ΚΑΤΑΣΚΟΡΠΙΖΩ · ΣΚΟΡ · ΣΚΟΡΠΙΖΟΜΑΙ · ΣΚΟΡΠΙΖΩ · ΣΚΟΡΠΙΣΜΑ · ΣΚΟΡΠΩ | |
ΑΣΚΟΡΒΙΚΟ ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΟΜΑΙ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΩ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΕΝΑ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΟΣ · ΚΑΤΑΣΚΟΡΠΙΖΩ ΜΠΑΣΚΟΡΤΟΣΤΑΝ ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΟΜΑΙ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΖΩ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΕΝΑ · ΔΙΑΣΚΟΡΠΙΣΜΟΣ ΜΠΑΣΚΟΡΤΟΣΤΑΝ ΚΑΤΑΣΚΟΡΠΙΖΩ |