ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΑΡΑΙΟΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ ... (1 element)

... ΑΙΟΚΑΤΟΙΚΗ ... (1 element)

ΑΡΑΙΟΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ

... ΑΡΑΙΟΚΑΤΟΙ ... (1 element)

ΑΡΑΙΟΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ

... ΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟ ... (3 elements)

ΑΡΑΙΟΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ · ΠΥΚΝΟΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ

... ΙΟΚΑΤΟΙΚΗΜ ... (1 element)

ΑΡΑΙΟΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ

... ΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝ ... (4 elements)

ΑΡΑΙΟΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΗ · ΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ · ΠΥΚΝΟΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ

... ΟΚΑΤΟΙΚΗΜΕ ... (2 elements)

ΑΡΑΙΟΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ · ΠΥΚΝΟΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ

... ΡΑΙΟΚΑΤΟΙΚ ... (1 element)

ΑΡΑΙΟΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ

... ΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ ... (3 elements)

ΑΡΑΙΟΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ · ΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ · ΠΥΚΝΟΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΟΣ