ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΠΤΥ ... (25 elements)el (25) : ΑΝΑΠΤΥΓΜΑ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΩ · ΑΝΑΠΤΥΣΩ · ΕΠΑΝΑΝΑΠΤΥΣΣΩ · ΥΠΕΡΑΝΑΠΤΥΓΜΕΝΟΣ | |
ΑΝΑΠΤΥΓΜΑ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΩ · ΑΝΑΠΤΥΣΩ · ΕΠΑΝΑΝΑΠΤΥΣΣΩ · ΥΠΕΡΑΝΑΠΤΥΓΜΕΝΟΣ ΑΙΜΟΠΤΥΣΗ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΩ · ΑΝΑΠΤΥΣΩ · ΕΠΑΝΑΝΑΠΤΥΣΣΩ · ΠΡΟΠΤΥΧΙΑΚΟΣ | |
ΑΝΑΠΤΥΓΜΑ · ΑΝΑΠΤΥΓΜΕΝΩΝ · ΥΠΕΡΑΝΑΠΤΥΓΜΕΝΟΣ ΥΠΑΝΑΠΤΥΚΤΟΣ · ΥΠΟΑΝΑΠΤΥΚΤΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ · ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ · ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ · ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ · ΥΠΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΝΑΠΤΥΣΣΕΤΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΝΤΑΙ ΑΝΑΠΤΥΧΘΕΙ · ΑΝΑΠΤΥΧΘΗΚΕ · ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ · ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ · ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΑΝΑΠΤΥΓΜΑ · ΑΝΑΠΤΥΓΜΕΝΩΝ · ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΑΙ · ΑΝΑΠΤΥΣΩ · ΑΝΑΠΤΥΧΘΕΙ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ · ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ · ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ |