ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΠΛΗΡΩΤ ... (3 elements)el (3) : ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ · ΑΠΛΗΡΩΤΗ · ΑΠΛΗΡΩΤΟΣ | |
ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΣ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΝ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΝΩ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΗ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΣΙΜΟΣ · ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ · ΑΠΛΗΡΩΤΗ · ΑΠΛΗΡΩΤΟΣ · ΠΑΡΑΠΛΗΡΩΝ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ · ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΟΣ · ΑΠΛΗΡΩΤΗ · ΑΠΛΗΡΩΤΟΣ · ΑΠΟΠΛΗΡΩΤΕΟ · ΑΣΥΜΠΛΗΡΩΤΟΣ · ΚΑΚΟΠΛΗΡΩΤΗΣ · ΠΛΗΡΩΤΕΑ · ΠΛΗΡΩΤΕΟΣ · ΠΛΗΡΩΤΗΣ | |
ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ · ΑΠΛΗΡΩΤΗ ΑΠΛΗΡΩΤΟΣ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ |