ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΝΙΟΛ ... (7 elements)el (7) : ΔΑΝΙΟΛΟΣ · ΕΣΠΑΝΙΟΛ · ΙΣΠΑΝΙΟΛΑ · ΚΑΡΜΑΝΙΟΛΑ · ΚΡΑΝΙΟΛΟΓΙΚΟΣ · ΚΡΑΝΙΟΛΟΓΟΣ · ΣΕΡΔΑΝΙΟΛΑ | |
ΑΙΘΑΝΙΟ · ΑΡΟΑΝΙΟΣ · ΔΑΝΙΟΛΟΣ · ΛΑΝΘΑΝΙΟ · ΛΙΒΑΝΙΟΣ · ΛΙΒΑΝΙΟΥ · ΜΕΘΑΝΙΟ · ΠΑΛΑΝΙΟΥΚ · ΣΕΡΔΑΝΙΟΛΑ · ΩΚΕΑΝΙΟΣ ΔΑΝΙΟΛΟΣ · ΕΣΠΑΝΙΟΛ · ΙΣΠΑΝΙΟΛΑ · ΚΑΡΜΑΝΙΟΛΑ · ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ · ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ · ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΟΣ · ΚΡΑΝΙΟΛΟΓΙΚΟΣ · ΚΡΑΝΙΟΛΟΓΟΣ · ΣΕΡΔΑΝΙΟΛΑ | |
ΙΣΠΑΝΙΟΛΑ · ΚΑΡΜΑΝΙΟΛΑ · ΣΕΡΔΑΝΙΟΛΑ ΔΑΝΙΟΛΟΣ · ΚΡΑΝΙΟΛΟΓΙΚΟΣ · ΚΡΑΝΙΟΛΟΓΟΣ ΔΑΝΙΟΛΟΣ · ΣΕΡΔΑΝΙΟΛΑ ΚΑΡΜΑΝΙΟΛΑ ΕΣΠΑΝΙΟΛ · ΙΣΠΑΝΙΟΛΑ ΚΡΑΝΙΟΛΟΓΙΚΟΣ · ΚΡΑΝΙΟΛΟΓΟΣ |