ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΜΦΙΣ ... (24 elements)el (24) : ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ · ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟΣ · ΑΜΦΙΣΒΑΙΝΑ · ΑΜΦΙΣΒΗΤΙΑΣ · ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΟ · ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΟΣ · ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ · ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟ · ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟΣ · ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΩΣ | |
ΑΜΦΙ · ΑΜΦΙΒΙΑ · ΑΜΦΙΒΙΟ · ΑΜΦΙΒΙΟΣ · ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΗΣ · ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΙΤΙΔΑ · ΑΜΦΙΒΛΗΣΤΡΟΕΙΔΟΥΣ · ΑΜΦΙΓΕΙΟ · ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΑ · ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΟΣ ΑΜΦΙΣΒΗΤΙΑΣ · ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΟ · ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΟΣ · ΑΜΦΙΣΣΑ · ΑΜΦΙΣΣΑΣ · ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ · ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟ · ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟΣ · ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΩΣ · ΡΑΜΦΙΣΜΑ | |
ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ · ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟΣ · ΑΜΦΙΣΒΑΙΝΑ · ΑΜΦΙΣΒΗΤΙΑΣ · ΑΜΦΙΣΒΗΤΟΥΜΕΝΟ ΑΜΦΙΣΕΞΟΥΑΛΙΚΟΣ ΑΜΦΙΣΗΜΙΑ · ΑΜΦΙΣΗΜΟΣ ΡΑΜΦΙΣΜΑ ΑΜΦΙΣΣΑ · ΑΜΦΙΣΣΑΣ ΑΜΦΙΣΤΟΜΟΣ ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ · ΑΔΙΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟΣ ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΑ · ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟ · ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟΣ · ΑΝΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΩΣ ΡΑΜΦΙΣΜΑ |