ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΜΑΤΙΚΟΤ ... (3 elements)el (3) : ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΘΕΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΟΡΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ | |
ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΔΙΑΓΡΑΜΑΤΙΚΟΣ · ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ · ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΣ · ΘΕΑΜΑΤΙΚΟΣ · ΘΕΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΜΕΛΟΔΡΑΜΑΤΙΚΟΣ · ΟΡΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ · ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟΣ ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟΤΗΣ · ΑΝΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΑΤΟΣ · ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΤΗΣ · ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ | |
... ΑΜΑΤΙΚΟΤΗ ... (3 elements) ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΘΕΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ · ΟΡΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΘΕΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΟΡΑΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ |