ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΚΟΠΤ ... (15 elements)el (15) : ΑΔΙΑΚΟΠΤΟΣ · ΔΙΑΚΟΠΤΗΣ · ΔΙΑΚΟΠΤΟ · ΔΙΑΚΟΠΤΟΜΕΝΗ · ΔΙΑΚΟΠΤΟΜΕΝΟΣ · ΔΙΑΚΟΠΤΟΥ · ΔΙΑΚΟΠΤΩ · ΔΙΑΚΟΠΤΩΝ · ΚΑΤΑΚΟΠΤΩ · ΧΡΟΝΟΔΙΑΚΟΠΤΗΣ | |
ΑΚΑΚΟΠΟΙΗΤΟΣ · ΚΑΚΟΠΙΣΤΙΑ · ΚΑΚΟΠΛΗΡΩΜΕΝΟΣ · ΚΑΚΟΠΛΗΡΩΝΩ · ΚΑΚΟΠΛΗΡΩΤΗΣ · ΚΑΚΟΠΟΙΕΙ · ΚΑΚΟΠΟΙΟ · ΚΑΚΟΠΟΙΟΣ · ΚΑΚΟΠΟΙΩ · ΚΑΚΟΠΟΙΩΝ ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟ · ΕΛΙΚΟΠΤΕΡΟΦΟΡΟ · ΚΟΠΤΙΚΗ · ΚΟΠΤΙΚΟ · ΚΟΠΤΙΚΟΣ · ΞΥΛΟΚΟΠΤΙΚΗ · ΠΕΡΙΚΟΠΤΩ · ΠΕΡΙΚΟΠΤΩΝ · ΦΟΙΝΙΚΟΠΤΕΡΑ · ΦΟΙΝΙΚΟΠΤΕΡΟΣ | |
ΔΙΑΚΟΠΤΕΙ ΔΙΑΚΟΠΤΗ · ΔΙΑΚΟΠΤΗΣ · ΜΟΧΛΟΔΙΑΚΟΠΤΗΣ · ΧΡΟΝΟΔΙΑΚΟΠΤΗΣ ΑΔΙΑΚΟΠΤΟΣ · ΔΙΑΚΟΠΤΟ · ΔΙΑΚΟΠΤΟΜΕΝΗ · ΔΙΑΚΟΠΤΟΜΕΝΟΣ · ΔΙΑΚΟΠΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΩ · ΑΝΑΚΟΠΤΩΤΗΝ · ΔΙΑΚΟΠΤΩ · ΔΙΑΚΟΠΤΩΝ · ΚΑΤΑΚΟΠΤΩ ΑΔΙΑΚΟΠΤΟΣ · ΔΙΑΚΟΠΤΗΣ · ΔΙΑΚΟΠΤΟ · ΔΙΑΚΟΠΤΟΜΕΝΗ · ΔΙΑΚΟΠΤΟΜΕΝΟΣ ΑΝΑΚΟΠΤΩ · ΑΝΑΚΟΠΤΩΤΗΝ ΚΑΤΑΚΟΠΤΩ |