ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΟΥΜΑΙ ... (1 element)el (1) : ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΟΥΜΑΙ | |
... ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙ ... (6 elements) ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟΣ · ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΙΣ · ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΗ · ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΤΗΣ · ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΩ ... ΗΤΟΠΟΙΟΥΜΑ ... (2 elements) ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΠΟΙΟΥΜΑΙ ... ΙΝΗΤΟΠΟΙΟΥ ... (1 element) ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΟΥΜΑΙ ... ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΟ ... (1 element) ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΟΥΜΑΙ ... ΝΗΤΟΠΟΙΟΥΜ ... (1 element) ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΟΥΜΑΙ ... ΤΟΠΟΙΟΥΜΑΙ ... (4 elements) ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΥΜΑΙ · ΡΕΥΣΤΟΠΟΙΟΥΜΑΙ | |