ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese
... ΑΘΟΛΙΚΟ ... (7 elements)el (7) : ΚΑΘΟΛΙΚΟ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΙ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΥΣ · ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΟΣ | |
ΚΑΘΟΛΙΚΗ · ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ · ΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΣ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΥΣ · ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ · ΠΑΛΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΗ · ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΙΣΜΟΣ · ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΟΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΙ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΥΣ · ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΟΣ | |
ΚΑΘΟΛΙΚΟΙ ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ · ΡΩΜΑΙΟΚΑΘΟΛΙΚΟΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΥΣ ΚΑΘΟΛΙΚΟ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΙ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΣ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΤΗΤΑ · ΚΑΘΟΛΙΚΟΥ |