ar: Arabic · bg: Bulgarian · cs: Czech · da:Danish · de: German · el: Greek · en: English · es: Spanish · et : Estonian · fa: Persian · fi: Suomi · fr: French · he: Hebrew · hi: Hindi · hr: Croatian · hu: Hungarian · id: Indonesian · is: Icelandic · it: Italian · ja: Japanese · ko: Korean · lt: Lithuanian · lv: Latvian · nl: Dutch · no: Norwegian · pl: Polish · pt: Portuguese · ro: Romanian · ru: Russian · sk: Slovak · sl: Slovenian · sr: Serbian · sv: Swedish · th: Thai · tr: Turkish · vi: Vietnamese · zh: Chinese

... ΑΔΡΟΜΙΚΟ ... (3 elements)

... ΑΔΡΟΜΙΚ ... (4 elements)

ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΗ · ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΣ · ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΤΗΤΑ · ΚΑΤΑΔΡΟΜΙΚΟ

... ΔΡΟΜΙΚΟ ... (12 elements)

ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΣ · ΕΚΔΡΟΜΙΚΟΣ · ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΙΚΟΣ · ΟΠΙΣΘΟΔΡΟΜΙΚΟΤΗΤΑ · ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΙΚΟΣ · ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟ · ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΟΣ · ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟ · ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΟΣ · ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΙΚΟ

... ΑΔΡΟΜΙΚΟΤ ... (1 element)

ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΤΗΤΑ

... ΝΑΔΡΟΜΙΚΟ ... (2 elements)

ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΣ · ΑΝΑΔΡΟΜΙΚΟΤΗΤΑ